αστροφεγγιά

αστροφεγγιά
η , αστρόφεγγο τό
1) звёздный свет; 2) звёздная ночь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αστροφεγγιά" в других словарях:

  • αστροφεγγιά — η 1. η ανταύγεια των άστρων 2. νύχτα ξάστερη χωρίς φεγγάρι …   Dictionary of Greek

  • αστροφεγγιά — η φεγγοβολιά των άστρων, όταν η νύχτα είναι ανέφελη και ασέληνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστροβολώ — ( άω) (AM ἀστροβολῶ, έω) νεοελλ. 1. αστράφτω, ακτινοβολώ 2. απρόσ. αστροβολάει έχει αστροφεγγιά αρχ. 1. μαγεύω 2. ( ούμαι) ξεραίνομαι από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + βολώ < βόλος, βολή < βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • αστρόφεγγος — η, ο 1. ο αστροφεγγής 2. το ουδ. ως ουσ. το αστρόφεγγο η αστροφεγγιά …   Dictionary of Greek

  • ανταύγεια — η αντιφέγγισμα, λαμποκόπημα: Πολύ μεγάλη ήταν η ανταύγεια από την ανοιξιάτικη αστροφεγγιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»